- αζωχρώματα
- τα Χημ.οργανικές χρωστικές, που ανήκουν στις αμινο-αζωενώσεις και στις υδροξυ-αζωενώσεις και αποτελούν τη σημαντικότερη κατηγορία τών συνθετικών χρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… … Dictionary of Greek
ανιλίνη — Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο. Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον… … Dictionary of Greek
Γκρις, Γιόχαν Πέτερ — (Johan Peter Griess, Κιρχοσμπάχ 1829 – Μπόρνμουθ, Αγγλία 1888). Γερμανός χημικός. Διετέλεσε διευθυντής του εργοστασίου μπίρας στην πόλη Μπάρτον απόν Τρεντ (Αγγλία). Το 1857 παρασκεύασε για πρώτη φορά διαζωενώσεις και το 1858 ανακάλυψε τις… … Dictionary of Greek
διαζωτυπία — Φωτογραφική μέθοδος κατά την οποία η λήψη της εικόνας γίνεται με τη χρήση φωτοευαίσθητων ουσιών, όπως τα διαζωνιακά άλατα, που διασπώνται από το φως, αντιδρούν μετά με αμίνες και φαινόλες και σχηματίζουν αζωχρώματα … Dictionary of Greek